συνεισφορά

συνεισφορά
η, ΝΜΑ [συνεισφέρω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συνεισφέρω, η από κοινού εισφορά
νεοελλ.
1. (νομ.) τα περιουσιακά στοιχεία που συνεισφέρει καθένας από τους συνεταίρους για τον απαρτισμό τού εταιρικού κεφαλαίου
2. (ναυτ. δίκ.) ο θεσμός τής κοινής αβαρίας σύμφωνα με τον οποίο τα πράγματα που διασώθηκαν συνεισφέρουν για την κάλυψη των ζημιών των πραγμάτων εκείνων που θυσιάστηκαν για την κοινή σωτηρία
3. (κληρον. δίκ.) υποχρέωση που επιβάλλει ο νόμος στα παιδιά και, ενδεχομένως, σε απώτερους κατιόντες τού κληρονομουμένου να συνυπολογίσουν στην κληρονομική μερίδα τους όσα αυτός τούς έδωσε χαριστικά όσο ζούσε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνεισφορά — συνεισφορά̱ , συνεισφορά joint contribution fem nom/voc/acc dual συνεισφορά̱ , συνεισφορά joint contribution fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισφορᾷ — συνεισφορά joint contribution fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισφορά — η 1. προσφορά χρημάτων ή άλλου πράγματος που κάνει κάποιος μαζί με άλλους για έναν κοινό σκοπό, συμβολή: Η συνεισφορά του στην αποκατάσταση των προσφύγων υπήρξε σημαντική. 2. ό,τι προσφέρει κάθε εταίρος για το σχηματισμό του εταιρικού κεφαλαίου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνεισφοράν — συνεισφορά̱ν , συνεισφορά joint contribution fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισφοράς — συνεισφορά̱ς , συνεισφορά joint contribution fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισφοραῖς — συνεισφορά joint contribution fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισφοραί — συνεισφορά joint contribution fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισφορᾶς — συνεισφορά joint contribution fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεισφορῶν — συνεισφορά joint contribution fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”