συνεισφορά — συνεισφορά̱ , συνεισφορά joint contribution fem nom/voc/acc dual συνεισφορά̱ , συνεισφορά joint contribution fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισφορᾷ — συνεισφορά joint contribution fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισφορά — η 1. προσφορά χρημάτων ή άλλου πράγματος που κάνει κάποιος μαζί με άλλους για έναν κοινό σκοπό, συμβολή: Η συνεισφορά του στην αποκατάσταση των προσφύγων υπήρξε σημαντική. 2. ό,τι προσφέρει κάθε εταίρος για το σχηματισμό του εταιρικού κεφαλαίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συνεισφοράν — συνεισφορά̱ν , συνεισφορά joint contribution fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισφοράς — συνεισφορά̱ς , συνεισφορά joint contribution fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισφοραῖς — συνεισφορά joint contribution fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισφοραί — συνεισφορά joint contribution fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισφορᾶς — συνεισφορά joint contribution fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεισφορῶν — συνεισφορά joint contribution fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Επιστήμες — ΑΡΧΑΙΑ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ Η επιστήμη και η τεχνολογία καθορίζουν σήμερα, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία, την καθημερινή ζωή. Η ίδια όμως η έννοια της επιστήμης, όπως τη χρησιμοποιούμε στις μέρες μας, οφείλει την ύπαρξή… … Dictionary of Greek